Το υπερηχογράφημα αξιολόγησης αυχενικής διαφάνειας αποτελεί τη σημαντικότερη υπερηχογραφική εξέταση κατά την κύηση. Τα χρονικά σημεία για την εκτέλεσή του είναι από τις 11 εβδομάδες και 3 ημέρες μέχρι τις 13 εβδομάδες και έξι ημέρες της εγκυμοσύνης (CRL 45mm – 84mm) και συνήθως διενεργείται διακοιλιακά. Ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις κρίνεται αναγκαίο η εξέταση να γίνει και διακολπικά.
Το υπερηχογράφημα αξιολόγησης αυχενικής διαφάνειας προσφέρει μία σειρά από σημαντικές πληροφορίες και αποτελέσματα που περιλαμβάνουν τα παρακάτω:
Με την αυχενική διαφάνεια μπορεί να προσδιορισθεί η ακριβής ηλικία της κύησης. Κατά την εξέταση μετριέται το μέγεθος του εμβρύου και από αυτό υπολογίζεται η πιθανή ημερομηνία τοκετού (ΠΗΤ – 40 εβδομάδες).
Επίσης, αφορά τις γυναίκες που έχουν συλλάβει ενώ θηλάζουν ή αμέσως μετά τη διακοπή αντισυλληπτικού δισκίου.
Σε αυτήν την ηλικία κύησης μέσω της αυχενικής διαφάνειας μπορεί να αναδειχθούν σημαντικές ανωμαλίες. Παρόλα αυτά, το υπερηχογράφημα που πραγματοποιείται στις 20 εβδομάδες είναι απαραίτητο και αναγκαίο.
Περίπου το 2% των φυσικών συλλήψεων και το 10% των IVF συλλήψεων οδηγούν σε πολύδυμη κύηση. Το υπερηχογράφημα αυχενικής διαφάνειας μπορεί να καθορίσει:
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εγκυμοσύνη είναι σκόπιμο να παρακολουθείται στενότερα.
Κατά την εξέταση μπορεί να διαπιστωθεί η πρόωρη αποτυχία της εγκυμοσύνης (παλινδρόμηση).
Δυστυχώς, στο 2% των γυναικών που προσέρχονται για το υπερηχογράφημα αυχενικής διαφάνειας διαπιστώνεται ότι το έμβρυο έχει πεθάνει. Αυτό συχνά γίνεται αρκετές εβδομάδες πριν και χωρίς κάποιο προειδοποιητικό σημάδι.
Τα ζευγάρια θα λάβουν πλήρη παροχή συμβουλών ως προς τις πιθανές αιτίες αυτού του προβλήματος. Παράλληλα, θα ενημερωθούν εκτενώς για τις επιλογές σχετικά με τα επόμενα μέτρα που ενδέχεται να είναι αναγκαίο να ληφθούν.
Το υπερηχογράφημα αυχενικής διαφάνειας μπορεί να αξιολογήσει τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού (πριν από τις 37 εβδομάδες). Η διαδικασία περιλαμβάνει τη μέτρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας και συνιστάται σε όλες τις εγκύους. Είναι σαφές ότι η εξέταση κρίνεται αναγκαία κυρίως σε περιπτώσεις αυξημένου προϋπάρχοντος κινδύνου για πρόωρο τοκετό, όπως είναι:
Η μέτρηση του μήκους του τραχήλου γίνεται διακολπικά και συστήνεται η επανάληψή του κατά το ανατομικό υπερηχογράφημα στις 20 – 22 εβδομάδες.
Σε κάθε εξέταση περιλαμβάνεται η αξιολόγηση της ροής στις μητριαίες αρτηρίες. Σε συνδυασμό με βιοχημικούς δείκτες, όπως είναι το PAPP-A και το PLGF, συνεκτιμάται ο κίνδυνος εμφάνισης εμβρύων με καθυστερημένη ανάπτυξη και προεκλαμψία στην έγκυο. Σε περιπτώσεις αυξημένου ρίσκου (>1/100) χορηγείται προφυλακτικά ασπιρίνη 160 mg κάθε βράδυ μέχρι τις 36 εβδομάδες κύησης.
Κατά την εξέταση Γενετικού Υπερηχογραφήματος (Β’ επιπέδου) επανυπολογίζουμε το ρίσκο αξιολογώντας το λόγο sFLT1/PLGF. Επίσης, προγραμματίζονται επιπλέον υπερηχογραφήματα ανάπτυξης/ Doppler τα οποία ξεκινούν από τις 28 εβδομάδες κύησης (έναρξη Γ’ τριμήνου).
Κάθε γυναίκα θα πρέπει να λάβει μια εκτίμηση του ατομικού κινδύνου της για αυτήν την εγκυμοσύνη. Αυτό υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη τα εξής:
Οι γονείς θα λάβουν πλήρη παροχή συμβουλών σχετικά με τη σημασία αυτού του κινδύνου και τις διάφορες επιλογές για περαιτέρω δοκιμές, όπως είναι η επεμβατική δοκιμασία ή το cell free DNA test.
Προστασία Προσωπικών Δεδομένων | Όροι Χρήσης