Η εξέταση Β’ επιπέδου αποτελεί ένα λεπτομερές υπερηχογράφημα ανατομίας του εμβρύου που πραγματοποιείται ανάμεσα στις 20 με 24 εβδομάδες κύησης, με προτεινόμενη ηλικία κύησης την 22η εβδομάδα.
Σκοπός της εξέτασης Β’ επιπέδου είναι:
Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στον εγκέφαλο, στο πρόσωπο, στη σπονδυλική στήλη, στην καρδιά, στο στομάχι, στο έντερο, στους νεφρούς και στα άκρα, προς αποκλεισμό ενδεχόμενων ανωμαλιών.
Ένα φυσιολογικό γενετικό υπερηχογράφημα (Β’ επιπέδου) δεν αποτελεί εγγύηση ότι το μωρό σας είναι φυσιολογικό. Ωστόσο καθησυχάζει εσάς και τον θεράποντα ιατρό σας σημαντικά, καθώς μειώνεται ακόμα περισσότερο η πιθανότητα μη καλής έκβασης της κύησης. Επίσης, με τη συγκεκριμένη εξέταση είναι δυνατός ο καθορισμός του φύλου, σαφώς, μετά από τη συγκατάθεση του ζευγαριού.
Κατά την ίδια εξέταση συνιστάται η πραγματοποίηση διακολπικού υπερηχογραφήματος για τη μέτρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας. Η εξέταση αυτή έχει ένδειξη ιδίως σε γυναίκες υψηλού κινδύνου για πρόωρο τοκετό. Τέτοια περιστατικά μπορεί να είναι:
Περαιτέρω δοκιμές, συμπεριλαμβανομένου του cell free DNA test ή επεμβατικές εξετάσεις όπως η αμνιοπαρακέντηση μπορούν επίσης να εξηγηθούν σε βάθος.
Το υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου συνιστάται σε όλες τις περιπτώσεις των γυναικών που διανύουν την 20η με 24η εβδομάδα της εγκυμοσύνης τους.
Υπάρχουν κάποια προβλήματα τα οποία δε δύναται να αναδειχθούν από το υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου. Αυτά μπορεί να είναι:
Τα αποτελέσματα που παρέχονται αμέσως μετά την εξέταση είναι:
Η κατάλληλη προετοιμασία πριν την εξέταση είναι μια μέτριας πλήρωσης κύστη η οποία είναι αρκετή για την τέλεση του διακοιλιακού υπερηχογραφήματος.
Το επιπλέον κόστος του υπερηχογραφήματος Β’ επιπέδου ανέρχεται στο 25% της αρχικής τιμής για τις μητέρες με πολύδυμες κυήσεις.
Το επόμενο υπερηχογράφημα συνιστάται να γίνεται γύρω στις 32 εβδομάδες κύησης, όπου αξιολογείται η ανάπτυξη του εμβρύου.
Προστασία Προσωπικών Δεδομένων | Όροι Χρήσης